χαλακά

χαλακά
Ν
άκλ. (στον ιουδαϊσμό) το σύνολο τών νόμων και τών κανόνων που εξελίχθηκαν από τους βιβλικούς χρόνους και ρυθμίζουν τις θρησκευτικές πρακτικές και την καθημερινή ζωή και συμπεριφορά τών Εβραίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. halakha ή halakhah «οδός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • Αγαδά — Καθετί που δεν έχει στην εβραϊκή θρησκευτική παράδοση χαρακτήρα νόμου. Αντίθετη προς την Α. είναι η Χαλακά (= προφορικός νόμος). Στον 13ο αι. οι διάφορες παραδόσεις του είδους κωδικοποιήθηκαν σε ένα είδος αγαδικού λεξικού, γνωστού ως Γιαλκούτ …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”